- βιβλιοδετείο(ν)
- το переплётная (мастерская)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βιβλιοδετείο — το το εργαστήριο όπου ενεργείται βιβλιοδεσία: Πήγε τις τυπωμένες σελίδες στο βιβλιοδετείο για να τις δέσει σε πολυτελές βιβλίο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βιβλιοδετείο — το εργαστήριο ή κατάστημα στο οποίο δένονται βιβλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλιοδέτης. Η λ. βιβλιοδετείον μαρτυρείται από το 1852 στον Αλέξ. Σούτσο] … Dictionary of Greek
Φαραντάι, Μάικλ — (Faraday, Νιούινγκτον, Σάρεϊ 1791 – Χάμπτον Κορτ, Λονδίνο 1867). Άγγλος φυσικός και χημικός. Γιος σιδηρουργού, προσελήφθη ως μαθητευόμενος σε ένα βιβλιοδετείο του Λονδίνου, όπου είχε τη δυνατότητα να διαβάζει κάθε είδους βιβλία, ιδιαίτερα… … Dictionary of Greek
Φιλαδελφεύς — Επώνυμο 3 λογίων και επιστημόνων. 1. Χρίστος (1808 – 1892). Μεταφραστής, συγγραφέας και εκδότης. Καταγόταν από τη Φιλαδέλφεια της Μικράς Ασίας και σπούδασε στη Σμύρνη, όπου αργότερα διετέλεσε διευθυντής παρθεναγωγείου. Από εκεί πήγε στην Κέρκυρα… … Dictionary of Greek